- έρπω
- και σέρπω (Α ἕρπω)προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατανεοελλ.1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς2. (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο ήχος, όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)αρχ.1. κινούμαι αργά, προχωρώ σιγά σιγά2. στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ φθόνος ἕρπει», Σοφ.)3. βαδίζω, περπατώ («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, Ομ. Οδ.)4. έρχομαι, πορεύομαι5. (για ατύχημα) εμφανίζομαι ξαφνικά σε κάποιον6. (για πράγματα και γεγονότα) αυξάνω, μεγαλώνω («βότρυς ἐπ’ ἦμαρ ἕρπει», Σοφ.)7. προάγομαι, προκόβω, προοδεύω («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)8. (για δάκρυα) χύνομαι, καταρρέω9. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι10. (για πόλεμο) τραβώ σε μάκρος («ό πόλεμος ἑρπέτω» — ο πόλεμος ας κάμει τον δρόμο του, Αριστοφ.)11. (η μτχ. τού ουδ. στον πληθ.) τὰ ἕρποντατα συρόμενα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έρπω (πρβλ. αρχ. ινδ. sarpati, λατ. serpo «ἐρπω, γλιστρώ») < *herpo < *serpo, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ser-p- «έρπω» (με παρέκταση -p-). Το παράγωγο ερπετόν συνδέεται με λατ. serpens, αρχ. ινδ. sarpa-, ενώ ο αιολ. τ. όρπετον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *srp-, όπου τόσο η δήλωση τού -r- ως ορ / ρο (πρβλ. κυπρ.κορζία «καρδία») όσο και η ψίλωση τού τ. αποτελούν χαρακτηριστικά τής αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. ερπετόν αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα τέσσερα, αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη σημασία τού ζώου που βαδίζει γενικώς σε αντιδιαστολή προς τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το ερπετό δηλώνει και το φίδι (πρβλ. λατ. serpens «φίδι») και κάθε ζώο που έρπει.ΠΑΡ. ερπετό, έρπηςαρχ.ερπηδών, ερπήν, ερπήνη, ερπηστήρ, ερπηστής, ερπτόν, ερπύζω, έρπυλλος, έρψις, όρπετον.ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερπάκανθα. (Β’ συνθετικό) ανέρπω, υφέρπωαρχ.αφέρπω, διεξέρπω, διέρπω, εισέρπω, εξέρπω, επεισέρπω, επεξέρπω, εφέρπω, καθέρπω, μεθέρπω, παρεισέρπω, παρέρπω, περιέρπω, προέρπω, προσανέρπω, προσέρπω, συνέρπω].
Dictionary of Greek. 2013.